Του Ολύμπιου Παπαδημητρίου*
Η υποχρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης στη χώρα μας είναι το κορυφαίο ζήτημα που εδώ και σειρά ετών αντιμετωπίζει ο φαρμακευτικός κλάδος. Μάλιστα από το 2022 και μετά το πρόβλημα έχει ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρατηρούμε το μοναδικό φαινόμενο στα παγκόσμια χρονικά όπου η κρατική χρηματοδότηση υπολείπεται των υποχρεωτικών επιστροφών της φαρμακοβιομηχανίας.
Δέκα μήνες μετά το κλείσιμο του έτους 2023 και 16 μήνες μετά το κλείσιμο του πρώτου εξαμήνου του 2023, οι εταιρείες-μέλη μας έλαβαν τα σημειώματα για το νοσοκομειακό Clawback για την περίοδο αυτή, με τις υποχρεωτικές επιστροφές για την μεγαλύτερη μερίδα της αγοράς να φτάνουν στο εξωφρενικό 83%, ενώ στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου αγγίζουν το 92%.
Παρά τις συνεχείς επισημάνσεις μας σε όλες τις επαφές με τα αρμόδια υπουργεία και επιτροπές, οι οποίες είχαν ξεκινήσει πριν από ένα χρόνο, η Πολιτεία συνέχιζε να κωφεύει, αρνούμενη να αναγνωρίσει το λάθος της και να αναλάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες για τη διόρθωσή του, ώστε ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός του 2023 για το φάρμακο να προσαρμοστεί σε ρεαλιστικά επίπεδα. Το αποτέλεσμα είναι τα ανωτέρω ποσοστά επιστροφών.
Τόσο προεκλογικά, όσο και πριν από 6 μήνες στην συνάντηση του Πρωθυπουργού με τους Προέδρους της Παγκόσμιας Φαρμακοβιομηχανίας, η Πολιτεία δεσμεύθηκε για έμπρακτη στήριξη της καινοτομίας και τη βελτίωση της προβλεψιμότητας και βιωσιμότητας των φαρμακευτικών εταιρειών. Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις συνηγορούν υπέρ του αντιθέτου. Υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει μεγάλος κίνδυνος οι μητρικές εταιρείες να αποφασίσουν ότι η είσοδος των καινοτόμων φαρμάκων στο νοσοκομείο δεν είναι πλέον βιώσιμη, δεδομένου ότι το κόστος τους καλύπτεται πλέον από τις ίδιες τις φαρμακευτικές εταιρείες.
Το πρωτοφανές για τα Ευρωπαϊκά και Παγκόσμια δεδομένα ύψος των επιστροφών στα νοσοκομειακά φάρμακα καταδεικνύει την διαχρονικά αποτυχημένη πολιτική που ακολουθείται στον τομέα του φαρμάκου, καθώς και την ακραία υποχρηματοδότηση του νοσοκομειακού φαρμακευτικού προϋπολογισμού. Είναι ξεκάθαρο πως ένας «λανθασμένος» κλειστός προϋπολογισμός, ακόμη και σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον όπως τα δημόσια νοσοκομεία, μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τις εταιρείες που προμηθεύουν φάρμακα και τους ασθενείς που τα χρειάζονται. Πώς είναι δυνατόν ένα φάρμακο που τιμολογείται με βάση τις δύο χαμηλότερες τιμές στην Ευρωζώνη, χωρίς ποτέ να αυξηθεί η τιμή του, να θεωρείται οικονομικά βιώσιμο όταν του ζητείται να επιστρέψει το 83% των τιμολογημένων πωλήσεών του; Θεωρεί κανείς ότι οι εταιρείες θα συμφωνούσαν ή θα μπορούσαν να διαθέσουν τα φάρμακά τους αν ήξεραν εκ των προτέρων ότι θα τους ζητηθεί να δίνουν 83% υποχρεωτική έκπτωση; Χάρη στην τακτική του ετεροχρονισμένου ( με μεγάλη καθυστέρηση) καταλογισμού των υποχρεωτικών επιστροφών, οι Έλληνες ασθενείς είχαν για μια ακόμη χρονιά τα φάρμακά τους, όμως πόσο ακόμη θεωρούν κάποιοι ότι θα λειτουργεί αυτό το μοντέλο;
Και μετά από μακρά κωλυσιεργία βρισκόμαστε στον Οκτώβριο του 2024 όπου παρουσιάζεται ουσιαστική δυσκολία στο να προσαρμοστεί ουσιαστικά η κρατική δαπάνη για την χρονιά που πέρασε. Έτσι στην συνάντηση που έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες στο Υπουργείο Υγείας, μας ανακοινώθηκε μια πρόσθετη χρηματοδότηση μόνο κατά 20 εκατ. ευρώ, σε συνδυασμό με εσωτερικές ανακατανομές του clawback και μεταφορά στη δαπάνη χρημάτων που περίσσεψαν από κλειστούς προϋπολογισμούς (που ούτως ή άλλως θα επέστρεφαν στη υπόλοιπη δαπάνη). Δεν μπορεί να υπάρχει η προσδοκία πως ο κλάδος του φαρμάκου θα είναι βιώσιμος με επιστροφές της τάξης του 75% (αντί για 82,9%)…
Εκτιμούμε τις προσπάθειες του Υπουργείου Υγείας για την αποκατάσταση του προβλήματος στα νοσοκομεία για το 2023, αλλά δυστυχώς είναι ανεπαρκείς, στεκόμαστε ωστόσο στις δεσμεύσεις ότι οι επιστροφές στο νοσοκομειακό φάρμακο αλλά και στα υπόλοιπα κανάλια διανομής για το 2024 θα είναι χαμηλότερες από το 2022, και περιμένουμε να μετουσιωθούν σε πράξη αλλά και να μειωθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Επίσης, εκτιμούμε τις προσπάθειες μείωσης της σπατάλης και αύξησης της απόδοσης της επένδυσης στο φάρμακο. Ωστόσο, το μεγάλο πρόβλημα που παραμένει είναι η υποχρηματοδότηση του κλάδου, η οποία αποτελεί απόρροια των μνημονίων.
Τα μνημόνια όμως είναι παρελθόν ήδη από το 2018. Από τότε τί έχει γίνει; Διαπιστώνουμε ότι τα τελευταία χρόνια η πλειοψηφία των νέων φαρμάκων δεν έρχονται στην Ελλάδα, ενώ η χώρα μας διατηρεί, με σημαντική διαφορά, τον τίτλο του ευρωπαϊκού πρωταθλητή στις υποχρεωτικές επιστροφές της φαρμακοβιομηχανίας.
Το δεινό επιχειρηματικό κλίμα που οι επιστροφές διαμορφώνουν έχει σαν συνέπεια το 53% των νέων καινοτόμων φαρμάκων να μην καταστούν κατά πάσα πιθανότητα διαθέσιμα για τους Έλληνες ασθενείς στο μέλλον.
Είναι επιτακτική ανάγκη να καθίσει η Πολιτεία μαζί με τη φαρμακοβιομηχανία γύρω από ένα τραπέζι και να οικοδομήσουμε κοινές λύσεις, ξεκινώντας από το σημαντικό έλλειμμα στην δημόσια χρηματοδότηση του φαρμάκου στην χώρα, σε συνδυασμό με την βελτίωση της απόδοση της επένδυσης μέσω ελέγχων και χρήσης ψηφιακών εργαλείων.
Θα πρέπει να διασφαλίσουμε τόσο την ισότιμη, καθολική και έγκαιρη πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις νέες, καινοτόμες θεραπείες όσο και ένα βιώσιμο επιχειρηματικό περιβάλλον, ώστε οι εταιρείες του κλάδου να μπορέσουν να επιβιώσουν και να επενδύσουν ακόμα περισσότερο στη χώρα.
*Ο κ. Ολύμπιος Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος (ΣΦΕΕ)