Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Κλεισούρα, Τεπελένι, Άγιοι Σαράντα, Τρεμπεσίνα. Τόποι και τοπωνύμια, τα οποία κάθε χρόνο τέτοιες ημέρες, κυριαρχούν στα αφιερώματα.
Σχολικές εκδηλώσεις και αφιερώματα επιστρέφουν στη μνήμη όσων συνδέθηκαν μαζί τους μέσα από τις ιστορίες συγγενικών τους ανθρώπων για την επέτειο του «Όχι» της 28ης Οκτωβρίου 1940.
Στο άκουσμα αυτών των ονομάτων, ο ερευνητής της ιστορίας ξεκινά ένα νοητό οδοιπορικό, που τον μεταφέρει από το Καλπάκι των Ιωαννίνων και την Αννίτσα των Γρεβενών, μέσω των ελληνοαλβανικών συνόρων, σε παραθαλάσσιες, πεδινές και ορεινές τοποθεσίες, εκεί όπου γράφτηκαν οι σελίδες του Έπους του ’40.
Για αρκετές δεκαετίες, η αναδρομή στους προαναφερόμενους τόπους ήταν δυνατή μόνο νοητά.
Εδώ και κάποια χρόνια, επισκέπτες από την Ελλάδα ταξιδεύουν στην Αλβανία για να συναντήσουν την ιστορία στον χώρο αλλά και για να αποτίσουν φόρο τιμής στους μαχητές και πεσόντες του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ιδιαίτερα σε εκείνους, οι σοροί των οποίων, για σχεδόν οκτώ δεκαετίες δεν είχαν τύχει πρέπουσας ταφής και παρέμεναν γνωστοί ως οι «άταφοι» νεκροί του ’40.
Πολλές οι ιστορίες των επώνυμων και ανώνυμων στρατιωτών που θυσίασαν τη ζωή τους. Από τις πιο συγκινητικές πάντως που ξεχωρίζει ο Νίκος Κοσμίδης είναι αυτή της Ερμιόνης Μπρίγκου, της αποκαλούμενης και «Μάνας της Χειμάρρας».
Η κ. Μπρίγκου ήταν εννέα ετών, όταν γνώρισε τους έξι Έλληνες στρατιώτες που πολέμησαν στην περιοχή της Χειμάρρας και δέθηκε μαζί τους. Όταν αυτοί σκοτώθηκαν, κηδεύτηκαν από την ίδια και τον πατέρα της στην αυλή του σπιτιού τους. Μέχρι σήμερα ακόμα η οικογένειά της φροντίζει τον χώρο ταφής τους και η ίδια είναι πάντα πρόθυμη να μιλήσει για τους έξι στρατιώτες που γνώρισε ως παιδί. Στην αυλή της Ερμιόνης Μπρίγκου υπάρχει ένα λιτό και απέριττο μνημείο για να θυμίζει τους έξι πεσόντες Έλληνες στρατιώτες.
Το 2018, επιτεύχθηκε η σύναψη συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας για τον εντοπισμό των άταφων νεκρών και την έναρξη της διαδικασίας ταυτοποίησης των οστών που εντοπίζονται σε μαζικούς τάφους. Η μνήμη τέτοιων σημείων διασώθηκε από γενιά σε γενιά.
Ο κ. Κοσμίδης, ο οποίος είχε ξαναβρεθεί το 2016 στην Αλβανία και σήμερα μελετά τη σχέση χώρου και μνήμης, αναφέρει: «θυμάμαι την πρώτη επίσκεψη σε σημείο στην περιοχή της Κλεισούρας, όπου υπήρχε η μαρτυρία ύπαρξης μαζικού τάφου με εκατοντάδες Έλληνες πεσόντες μαχητές. Τότε, τον χώρο σημείωνε στον ορίζοντα μόνο ένας απλός λευκός σταυρός. Σήμερα, ο χώρος είναι περιφραγμένος και φυλασσόμενος, καθώς η επιστημονική ομάδα μελετά τα ευρεθέντα οστά και επιχειρεί την ταυτοποίησή τους».
Κοντά στο σημείο αυτό βρίσκεται η ιερά μονή του Αγίου Νικολάου, όπου με ευθύνη του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου, δημιουργήθηκε κοιμητηριακός χώρος για την εναπόθεση των οστών, όταν θα ξεκινούσε η διαδικασία εύρεσης και ανακομιδής τους. Όπως αναφέρει ο κ. Κοσμίδης, «σε αυτή τη νέα επίσκεψη, είδαμε τα άλλοτε κενοτάφια της μονής να φυλάσσουν, πια, τα οστά από “πολλά ελληνικά παιδιά”, όπως μοιρολογεί χαρακτηριστικά το ομώνυμο βορειοηπειρωτικό τραγούδι».
Από την ώρα που ξεκίνησαν μεμονωμένες ή ομαδικές επισκέψεις από την Ελλάδα σε αυτούς τους χώρους, συγγενείς μαχητών και πεσόντων δεύτερης και τρίτης γενιάς, κατάφεραν να βρεθούν κοντά στα σημεία όπου έδωσαν τη ζωή τους χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες.
«Από πλευράς μας», υπογραμμίζει ο κ. Κοσμίδης, «θα προσπαθήσουμε να προσφέρουμε αυτή τη βιωματική σύνδεση με την εθνική και παγκόσμια ιστορία και στη νεότερη γενιά, την τέταρτη γενιά. Αυτήν η οποία δεν πρόλαβε να ακούσει από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου τα όσα πέτυχαν οι προγονοί τους με αίμα, πόνο και θυσίες, αλλά η οποία μπορεί να τα προσεγγίσει και να τα ψηλαφίσει εκεί όπου αυτά καταγράφηκαν μια για πάντα στη γη».