Με ασθενείς δύο ταχυτήτων κινείται πλέον το σύστημα υγείας στη χώρα μας, με κάποιους – λίγους ασθενείς – να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε νέες θεραπείες που είτε θεραπεύουν τις παθήσεις τους, είτε δίνουν ουσιαστική λύση στο πρόβλημα υγείας τους, όταν οι πολλοί παραμένουν στις θεραπείες «προηγούμενης γενιάς».

Αυτοί οι ασθενείς που έχουν πρόσβαση στις καινοτόμες θεραπείες νέας γενιάς είναι λίγο παραπάνω από 3.000 και η δυνατότητά τους να παίρνουν τα καινούρια φάρμακα για την πάθησή τους, έρχεται μέσω του Ινστιτούτου Φαρμακευτικής Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΦΕΤ) και του Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης.  Στις περιπτώσεις αυτές, που συνήθως αφορούν σοβαρές παθήσεις, ο γιατρός ζητά για λογαριασμό του ασθενή  – λόγω της εξαιρετικής πάθησής του – την έγκριση και εισαγωγή του νέου φαρμάκου που δεν κυκλοφορεί στη χώρα.

Όλοι οι υπόλοιποι ασθενείς, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα της πάθησής τους, υποχρεούνται να προσαρμοστούν στις θεραπείες που ήδη κυκλοφορούν στην εσωτερική αγορά, και οι οποίες  έχουν πάρει μια σειρά από εγκρίσεις  – οικονομικού περιεχομένου – μετά την αδειοδότησή τους.

«Παράθυρο» ανισότητας μεταξύ ασθενών δίνει η δυνατότητα εισαγωγής φαρμάκων μέσω ΙΦΕΤ, όσο δεν λειτουργεί η αξιολόγηση των καινοτόμων θεραπειών

Η πρόσβαση των ασθενών στα απαραίτητα φάρμακα έχει αρχίσει να μην είναι βέβαιη…

Αυτό το «παράθυρο» που δημιουργεί άνιση μεταχείριση των ασθενών, επισήμαναν πρόσφατα εκπρόσωποι του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και της Ε.Ε. σε ημερίδα για την ενιαία αξιολόγηση των νέων τεχνολογιών υγείας στην Ε.Ε., υπογραμμίζοντας ότι παρά τις επί μακρόν συζητήσεις για καθιέρωση της αξιολόγησης στη χώρα μας, τα πράγματα κινούνται εξαιρετικά αργά. Τόνισαν μάλιστα ότι προκειμένου να εγκριθεί η συνταγογράφηση μιας καινούριας θεραπείας, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η έκπτωση που θα δοθεί από τις παρασκευάστρια εταιρεία ώστε το φάρμακο να αξιολογηθεί θετικά και να προχωρήσει η χορήγησή του μέσω της κοινωνικής ασφάλισης.

Το γεγονός αυτό οδηγεί σε φτωχοποίηση των ασθενών στη χώρα μας, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται τόσο από τις καταγραφές του ΠΟΥ Ευρώπης, ο οποίος διαπιστώνει καταστροφικές δαπάνες για φάρμακα στο 14% των νοικοκυριών στην Ευρώπη, όσο και από ελληνικές μελέτες που αναφέρονται σε καταστροφικές δαπάνες για φάρμακα επίσης σε διψήφιο ποσοστό και στη χώρα μας, επειδή δεν υπάρχει η αναμενόμενη κάλυψη από το σύστημα περίθαλψης.

Οι καινούριες θεραπείες

Την ίδια στιγμή, εξαιτίας των οικονομικών λόγων που συντρέχουν στη χώρα, από τις 221 θεραπείες που θα μπορούσαν να έρθουν, μόνο οι 43 έχουν πάρει έγκριση και χορηγούνται και άλλες πέντε περιμένουν την ένταξή τους στη συνταγογράφηση. Οι υπόλοιπες θεραπείες, είτε δεν πρόκειται να έρθουν ποτέ, είτε θα καθυστερήσουν ακόμη περισσότερο μέχρι να πάρουν τιμή, να αξιολογηθούν για την αποτελεσματικότητά τους και να ενταχθούν στη λίστα συνταγογράφησης.

Οι συνθήκες κυκλοφορίας ενός φαρμάκου στην Ελλάδα δεν είναι καθόλου ευνοϊκές, οπότε φτάνει στη χώρα μόλις το 47% των νέων φαρμάκων που εγκρίνονται κεντρικά στην Ευρώπη, κι αυτά με καθυστέρηση δύο χρόνων περίπου.

Ήδη παραμένει σε εκκρεμότητα η ένταξη στη συνταγογράφηση 5 νέων θεραπειών, η αξιολόγηση άλλων 56, ενώ για άλλες 66 βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση τιμολόγησής τους, χωρίς να υπάρχει πρόθεση από τις φαρμακευτικές, ενώ άλλα 51 δεν πρόκειται να έρθουν με απόφαση των εταιρειών που τα παρασκευάζουν.

Ανεπαρκής χρηματοδότηση της περίθαλψης

Γιατί όμως έχει δημιουργηθεί αυτό το πρόβλημα;

Ο λόγος είναι καθαρά οικονομικός.

Οι περιορισμοί ξεκίνησαν από την οικονομική κρίση, συνεχίζονται όμως ακόμη και σήμερα, μια 15ετία αργότερα.

Σήμερα, η κρατική χρηματοδότηση για τη φαρμακευτική περίθαλψη στην Ελλάδα, απέχει 70 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο 18 ευρωπαϊκών κρατών. Αυτά τα κράτη, αύξησαν την συμμετοχή τους στη φαρμακευτική δαπάνη κατά 55,2% τα έτη 2013-2022, χρονιές που η Ελλάδα μείωσε τη χρηματοδότησή της για φαρμακευτική περίθαλψη κατά 14,9%, δημιουργώντας την «απόσταση» του 70% στη χρηματοδότηση της φαρμακευτικής της περίθαλψης.

Η κρατική συμμετοχή στη φαρμακευτική περίθαλψη το 2022 ήταν στη χώρα μας 255 ευρώ κατά κεφαλήν, όταν στον ευρωπαϊκό νότο ήταν 409 ευρώ κατά κεφαλήν και στη Δυτική Ευρώπη 548 ευρώ κατά κεφαλήν. Αυτή η διαφορά καταγράφει κενό 1,5 δισ. ευρώ της Ελλάδας έναντι του ευρωπαϊκού Νότου.

Αναλύοντας περαιτέρω την κατά κεφαλήν δαπάνη, από τα 255 ευρώ, τα 202 ευρώ αφορούν εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική περίθαλψη, και τα υπόλοιπα 53 ευρώ, νοσοκομειακή. Τα ποσά αυτά είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα της Νότιας ή Δυτικής Ευρώπης κατά 15-45% σε ότι αφορά την κρατική χρηματοδότηση για φάρμακα που χρειάζονται οι ασθενείς για θεραπείες στο σπίτι τους, ενώ όταν μπαίνει ζήτημα νοσοκομείου, τότε η υστέρηση της χώρας μας σε κρατική χρηματοδότηση φτάνει και πάλι το 70%, σε σύγκριση με τις προαναφερόμενες χώρες.

Ποιός πληρώνει τις ανάγκες

Παρόλα αυτά, όμως, οι ανάγκες των ασθενών παραμένουν αμείωτες, με αποτέλεσμα η κατά κεφαλήν δαπάνη να έχει φτάσει το 2023 σύμφωνα με τις τελευταίες μετρήσεις στα 864 δολ., όταν στη Γαλλία είναι 895 δολ., στην Αυστρία 897 δολ. και στη Γερμανία 1.159 δολ., ενώ στις ΗΠΑ κινείται πάνω από τα 1.500 δολ.

Ποιος πληρώνει τη διαφορά;

Το μεγαλύτερο μερίδιο αυτής της κατά κεφαλήν δαπάνης, επιβαρύνει την ίδια τη φαρμακοβιομηχανία, η οποία επιστρέφει στο κράτος ότι εισέπραξε για πωλήσεις που υπερέβησαν τον κρατικό προϋπολογισμό, ανεξάρτητα αν οι πωλήσεις αυτές ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των ασθενών.

Έτσι, το 2023 από τα 7,06 δις. ευρώ που πληρώθηκαν για συνταγογραφούμενα φάρμακα, τα 2,812 δις. ευρώ κατέβαλε το κράτος, τα 734 εκατ. ευρώ οι ασθενείς και το υπόλοιπο 50%, δηλαδή 3,514 δις ευρώ κατέβαλε μέσω επιστροφών η φαρμακοβιομηχανία.

Η πρόσφατη συνάντηση του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη με τους εκπροσώπους των φαρμακευτικών επιβεβαίωσε ότι η χρηματοδότηση του τομέα θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ένα πρόσθετο μέρος της αναγκαίας δαπάνης θα μεταφερθεί και πάλι στους ασθενείς.

Μια πολύ περιορισμένη αύξηση κατά το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ θα δοθεί μαζί με 100 εκατ. ευρώ για τις επόμενες χρονιές μέχρι το 2027 στον προϋπολογισμό της συνολικής φαρμακευτικής δαπάνης, ενώ ο διαχωρισμός στη λιανική πώληση (ιδιωτικά φαρμακεία) των πρωτοτύπων υπό προστασία πατέντας, έναντι των πρωτοτύπων που έχασαν την προστασία της πατέντας και των γενοσήμων τους αναμένεται να δείξει το ρυθμό ανάπτυξης των καινούριων φαρμάκων για την πιθανή λήψη πρόσθετων μέτρων που θα μειώσουν την κατανάλωση.

Όμως η αύξηση της συμμετοχής του κράτους στη φαρμακευτική δαπάνη κινείται με ποσοστό μόλις 2,4%, όταν οι ασφαλιστικές κάνουν προβλέψεις για ετήσια αύξηση των αναγκών μόνο από τη γήρανση του πληθυσμού κατά 7% και όταν τα φάρμακα που διακινούνται μέσω ΕΟΠΥΥ αυξάνονται με ρυθμό της τάξης του 15%.

Ιδιωτικές πληρωμές

Οι Έλληνες ασθενείς θα κληθούν να βάλουν ακόμη βαθύτερα το χέρι στην τσέπη, και πέραν του 1,7 δις. ευρώ που είχαν καταβάλλει το 2022 για τα φάρμακα που χρειάστηκαν. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, η θεσμοθετημένη συμμετοχή τους αναμένεται ότι έχει αυξηθεί το 2023 στα 734 εκατ. ευρώ, έναντι των 698 εκατ. ευρώ το 2022. Πέρα από αυτά όμως, είχαν πληρώσει άλλα 349 εκατ. ευρώ για ΜΗΣΥΦΑ (παυσίπονα, αλοιφές, αποχρεμπτικά, κολλύρια, βιταμίνες κλπ.), επιπλέον 127 εκατ. ευρώ για φάρμακα που συνταγογραφούνται αλλά ο ΕΟΠΥΥ δεν συμμετέχει στην αγορά τους λόγω ένταξής τους στην αρνητική λίστα, καθώς επίσης και άλλα 540 εκατ. ευρώ για φάρμακα που ενώ είναι συνταγογραφούμενα και αποζημιούμενα, ο ασθενής επιλέγει την αγορά τους απ΄ευθείας από το φαρμακείο, χωρίς συνταγή ΕΟΠΥΥ – συνήθως για οικονομία χρόνου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ