Στη «μαύρη τρύπα» της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και συνεπακόλουθα στην απουσία μιας ισχυρής σχέσης εμπιστοσύνης των πολιτών με τον προσωπικό γιατρό τους αποδίδουν οι επιστήμονες τη «χαλαρή» στάση των Ελλήνων απέναντι στα εμβόλια. Οι συνέπειες εν τούτοις αποτυπώνονται στα νοσοκομεία, όπου φέτος τον χειμώνα πλημμύρισαν από ηλικιωμένους ασθενείς, πλην όμως ανεμβολίαστους έναντι της γρίπης.
Μοιραία ήδη έχουν καταγραφεί 55 θάνατοι από γρίπη (28 άνδρες και 27 γυναίκες με διάμεση ηλικία τα 75 έτη), με τους ειδικούς να επισημαίνουν ότι πολλοί από αυτούς θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Ενδεικτική η πρόσφατη επισήμανση της Αικατερίνης Αργυράκη, παθολόγου-λοιμωξιολόγου και γενικής γραμματέως της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, στο πλαίσιο συνέντευξης Τύπου, ότι «φέτος η αύξηση στα σοβαρά περιστατικά οφειλόταν κυρίως στην κυκλοφορία του στελέχους που προκάλεσε την πανδημία του 2009 και το οποίο περιέχεται στο εμβόλιο».
Πρόληψη
Συνεπώς και όπως η ίδια συμπλήρωσε «εάν οι ασθενείς είχαν εμβολιαστεί εγκαίρως, θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει τις σοβαρές επιπλοκές». Η Α. Αργυράκη όμως στάθηκε σε ακόμη ένα ενδεικτικό παράδειγμα που αποδεικνύει ότι οι ενήλικες, ακόμη και εκείνοι που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, δεν επενδύουν στην πρόληψη. Πιο συγκεκριμένα, στη χώρα μας καταγράφεται ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού έναντι του SARS-CoV-2 στον κρίσιμο πληθυσμό που ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 80+. Μάλιστα, το ποσοστό εντός των συνόρων δεν ξεπερνά το 1,2% όταν στη Σουηδία αγγίζει το 83%, με το χάσμα αυτό να προβληματίζει τους επιστήμονες.
Ωστόσο οι λοιμωξιολόγοι δεν… δείχνουν πλέον την κόπωση λόγω της πανδημίας ως τον βασικό λόγο για την αρνητική πρόθεση μιας σημαντικής και μάλιστα ευάλωτης μερίδας του πληθυσμού να εμβολιαστεί έναντι των αναπνευστικών ιών. Στην ίδια λίστα συμπεριλαμβάνουν μία ακόμη σημαντική αιτία, που δεν είναι άλλη από την απουσία μιας συντονισμένης προσπάθειας εμβολιαστικής κάλυψης του ενήλικου πληθυσμού από τις υπηρεσίες της ΠΦΥ.
Είναι ενδεικτικό ότι έως και σήμερα το 42% των Ελλήνων δεν έχουν εγγραφεί σε προσωπικό γιατρό (δεδομένου ότι δεν επαρκούν για την κάλυψη του συνόλου των δικαιούχων), ενώ και εκείνοι που το έχουν πράξει δεν είναι βέβαιο ότι τον έχουν επισκεφτεί.
Οικογενειακός γιατρός
Ο κομβικός ρόλος εν τούτοις που δύναται να παίξει ο οικογενειακός γιατρός στο νευραλγικό πεδίο της πρόληψης τεκμηριώνεται όταν η συζήτηση της εμβολιαστικής κάλυψης επικεντρώνεται στα παιδιά, όπου εκεί τα ποσοστά είναι υποδειγματικά. «Το θετικό αυτό αποτέλεσμα οφείλεται στους παιδιάτρους, τους οποίους εμπιστεύονται οι γονείς. Αντίστοιχα και οι προσωπικοί γιατροί θα μπορούσαν να συμβάλουν ουσιαστικά, καθώς έχει αποδειχτεί ότι η στενή σχέση γιατρού και ασθενούς παίζει σημαντικό ρόλο ώστε να καμφθούν σταδιακά ακόμη και πιθανές αμφιβολίες ή αντιρρήσεις που ορισμένοι εκφράζουν σχετικά με την ασφάλεια ή/και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων».
Παράλληλα, όμως, ο οικογενειακός γιατρός είναι εκείνος που οφείλει να υπενθυμίζει στους ασθενείς του πότε οφείλουν να επικαιροποιήσουν τον εμβολιασμό τους έναντι επικίνδυνων παθογόνων. Για παράδειγμα, όπως επεσήμανε το μέλος του ΔΣ της Εταιρείας Λοιμώξεων, Αριστοτέλης Τσιάκαλος, το 2024 καταγράφτηκε αύξηση της τάξεως του 4.800% στα περιστατικά κοκκύτη, παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι ενήλικες αμελούν ότι πρέπει να εμβολιάζονται κάθε δέκα χρόνια. Ακόμη πιο ανησυχητικό όμως είναι ότι μόλις 3 στις 10 έγκυες εμβολιάζονται έναντι του κοκκύτη, παρότι αποτελεί τη μοναδική ασπίδα προστασίας για τα βρέφη.
Η ανάγκη αλλαγής κουλτούρας είναι ακόμη ένα κεφάλαιο που άνοιξε στην ίδια συνέντευξη Τύπου η Μαρία Χίνη, παθολόγος-λοιμωξιολόγος, επιστημονικά υπεύθυνη διευθύντρια Γ’ Παθολογικού Τμήματος και Μονάδας Λοιμώξεων του νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός», τονίζοντας. «Είναι κρίσιμο να αντιληφθούμε όλοι ότι ανήκουμε σε μία κοινότητα», συμπλήρωσε με νόημα, συμπληρώνοντας ότι ο εμβολιασμός «δεν προστατεύει μόνον εμάς αλλά και τους διπλανούς μας».