Στις 3 Ιουνίου κατά την διάρκεια του Roland Garros, ο Νόβακ Τζόκοβιτς αμέσως μετά τον αγώνα με τον Φρανσίσκο Τσερούντο, κατάλαβε ότι το δεξί του πόδι είχε πάθει ζημιά.
Την επομένη η μαγνητική έδειξε ρήξη μηνίσκου και ο Σέρβος αποχώρησε από το τουρνουά προκειμένου να υποβληθεί σε αρθροσκόπηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 5 του μήνα.
Στα 37 του χρόνια δεν ήταν λίγοι αυτοί που «τελείωσαν» τον αυθάδη Σέρβο, αυτόν που αρνήθηκε να εμβολιαστεί, εικάζοντας ότι θα έχανε και το Wimbledon, αλλά και τους Ολυμπιακούς αγώνες του Παρισιού.
Σαράντα μέρες μετά ο Τζόκοβιτς παίζει με «πληγωμένο» πόδι στον τελικό του Wimbledon ενάντια στον Κάρλος Αλκαράθ, ο οποίος τον νικά εύκολα με 3-0 σετ.
Κόντρα σε όλους τους νόμους της φυσικής και πιθανόν της ιατρικής, ο ατίθασος Σέρβος δίνει το παρόν στους Ολυμπιακούς και αφού «εξολοθρεύει» όποιον βρίσκει στο δρόμο του, στις 4 Αυγούστου συναντά και πάλι τον Αλκαράθ στον τελικό για το χρυσό μετάλλιο.
Αυτή τη φορά είναι η σειρά του και μετά τον τελευταίο πόντο του ματς εκτυλίσσονται απίστευτες σκηνές με τον Σέρβο να κλαίει για δύο και πλέον λεπτά γονατιστός, τα δάχτυλά του να τρέμουν και την συγκίνηση να περισσεύει όταν ανεβαίνει εκεί που καθόταν η οικογένειά του.
Στα 37 του χρόνια έγινε μόλις ο πέμπτος αθλητής που έκανε το Golden Slam, κατακτώντας όλα τα Grand Slam και το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο, σε μια ιλιγγιώδη πορεία που ξεκίνησε πριν από τριάντα τρία χρόνια, σε ένα μικρό χωριό της ενωμένης τότε Σερβίας.
Το πρώτο σερβίς
Εκείνη την ημέρα ο πιτσιρικάς Νόβακ είχε γουρλώσει τα μάτια του, μπροστά στο απροσδόκητο δώρο που ήταν μια ρακέτα του τένις στη θήκη της και τα χαρακτηριστικά κίτρινα μπαλάκια.
Ελάχιστοι γνωρίζουν ποια ήταν η αφορμή για αυτό το δώρο, όμως εκείνο το απόγευμα στο Κοπαόνικ όπου μεγάλωνε ο 37χρονος σήμερα Τζόκοβιτς έριξε το πρώτο του σερβίς.
Ήταν αδέξιο αλλά δυνατό ενώ μια κάμερα βιντεοσκόπησε για λίγα λεπτά τα πρώτα σερβίς του σημερινού No 2 των ανδρών στην παγκόσμια κατάταξη του τένις.
Ο Νόβακ τη θυμάται ακόμη εκείνη την ημέρα πριν από τρεις και πλέον δεκαετίες, όταν σέρβιρε για πρώτη φορά σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, ενώ είχε ήδη λατρέψει το τένις παρακολουθώντας αγώνες στην τηλεόραση.
Δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρι να βυθιστεί στην μαγεία του συγκεκριμένου σπορ, ενώ στο χωριό του κατασκευάζονταν ήδη γήπεδα τένις και όταν τελείωσαν ο 6χρονος πλέον Nόβακ πήγε για να δει από κοντά τις προπονήσεις που γίνονταν εκεί.
Κρεμάστηκε από τον φράχτη και τα μικρά παιδικά του μάτια απολάμβαναν το θέαμα, όταν τον είδε η Γελένα Γένσιτς, πρώην τενίστρια που είχε γίνει πλέον προπονήτρια, η οποία των ρώτησε αν ήξερε τι κάνουν.
«Παίζετε τένις» απάντησε ο Νόβακ, που το απόγευμα κλήθηκε από την Γένσιτς να παίξει για πρώτη φορά στην ζωή του τένις με αντίπαλο.
Εμφανίστηκε με τσάντα στην πλάτη, στην οποία είχε βάλει τρεις μπλούζες, μπουκάλια με νερό, μια μπάρα δημητριακών και μια πετσέτα.
Το είχε κάνει μόνος του, ενθυμούμενος τους τενίστες στην τηλεόραση και δεν χρειάστηκε παρά να περάσουν τρεις μέρες μαθημάτων και οδηγιών για να απευθυνθεί η Γένσιτς στους γονείς του Τζόκο.
Τους είπε ότι έχει τεράστιο ταλέντο και τους έπεισε να επενδύσουν στον 6χρονο Νόβακ, το οποίο έβαλε στο πρώτο γκρουπ δυναμικότητας των μαθητών της, από τα τρία που είχε συγκροτήσει, μετά από ένα μήνα προπονήσεων.
Στο πρώτο τουρνουά που έπαιξε τους πήρε όλους παραμάζωμα και κέρδισε το παρθενικό του τρόπαιο, κερδίζοντας ένα κορίτσι 14 ετών με 2-0 σετ, ενώ δεν είχε κλείσει καν τα έξι του χρόνια.
Τα ερείπια, τα δάκρυα στην Γερμανία και η απίστευτη θέληση
Χρόνια μετά από εκείνο το πρόωρο τρόπαιο, ο Τζόκοβιτς μιλώντας για την Γένσιτς σε μια συνέντευξη τόνισε ήταν εκείνη που του «γέννησε» το όνειρο και την επιθυμία να γίνει τενίστας.
«Μια μέρα που είχα πάει σπίτι της είδα τα τρόπαιά της» επισήμανε. «Την ρώτησα αν πίστευε πως θα αποκτήσω κι εγώ μια ανάλογη τροπαιοθήκη και μου είπε: «Πιστεύω πως θα χρειαστείς μεγαλύτεροι σπίτι για να τα χωρέσεις όλα».
Στον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας ο Νόβακ ήταν οχτώ ετών, όταν άκουσε για πρώτη φορά τον ήχο των βομβαρδιστικών και τις βόμβες να σφυρίζουν πριν σπείρουν τον όλεθρο.
Μαζί με τους γονείς και τα άλλα δύο αδέρφια του, έμειναν μέρες και νύχτες σε υγρά και ανήλιαγα καταφύγια, βιώνοντας την φρίκη ενός πολέμου.
Υπήρχαν μέρες που προπονήθηκε ανάμεσα σε ερείπια, σε άδειες πισίνες αλλά και σε μέρη που είχαν βομβαρδιστεί την προηγούμενη μέρα, πιστεύοντας ότι δεν θα γίνει ξανά επιδρομή εκεί.
Στα 12 χρόνια του πλέον ο Τζόκοβιτς είχε γίνει τόσο δυνατός, τόσο καλός και τόσο γρήγορος που η Γένσιτς δυσκολευόταν να του βρει αντιπάλους, ακόμη και παιδιά που ήταν 16 ή 17 χρονών.
Όλοι απέναντι στον Τζόκο άντεχαν ένα σετ και μετά εγκατέλειπαν λέγοντας ότι είναι πολύ καλός για να συνεχίσουν και έτσι οι δικοί του τον έστειλαν σε μια ακαδημία στο Μόναχο.
Τον πήγε ο θείος του Γκόραν, που τον άφησε εσώκλειστο και έφυγε για να γυρίσει πίσω, με τον Τζόκοβιτς να ξεσπάει σε κλάματα το πρώτο βράδυ μακριά από τους δικούς του.
Έκλαιγε συνέχεια τις πρώτες ημέρες, μέχρι ο νέος του προπονητής Νίκι Πίλιτς να αντιληφθεί ότι ο μικρός χρειαζόταν ένα χάδι για να νιώσει ότι κάποιος είναι εκεί γι’ αυτόν.
Στις προπονήσεις είναι θηρίο και τα δίνει όλα χωρίς να υπολογίζει την κούραση ή τις επίπονες ασκήσεις τις οποίες εκτελεί αδιαμαρτύρητα, ενώ μέσα σε δύο χρόνια αναδεικνύεται καλύτερος έφηβος παίχτης στην Ευρώπη.
Το 2002 στα δεκαπέντε του χρόνια κερδίζει ένα τουρνουά στην Σερβία και βλέπει για πρώτη φορά το όνομά του στο Νο 767 της παγκόσμιας κατάταξης.
Έχει αρχίσει η πορεία προς την κορυφή.
Μόνος του στον θρόνο
Μια πορεία θαυμαστή το λιγότερο, αφού ο Νόβακ το 2004 βρίσκεται στο Νο 186 ενώ μετά παίζει για πρώτη φορά στο Ρολάν Γκαρός, όπου φτάνει μέχρι τα προημιτελικά.
Έχει ήδη αρνηθεί την Αγγλική υπηκοότητα που θα του απέφερε χρήματα από χορηγούς αφού η Σερβία είναι όχι μόνο πατρίδα του αλλά ένα κομμάτι τη καρδιάς του το οποίο δεν θα απαρνιόταν ποτέ.
Στο τέλος του 2006 ο Τζόκοβιτς σκαρφαλώνει στο Νο 16 της παγκόσμιας κατάταξης και όταν ο πατέρας του τον συγχαίρει του λέει να μην το κάνει ξανά μέχρι να γίνει το Νο 1.
Κοντά του έχει πάντα την Γελένα Ρίστιτς, τον μαθητικό του έρωτα -γνωρίστηκαν στα γυμνασιακά τους χρόνια- που άντεξε στο πέρασμα του χρόνου και στην απόσταση που τους χώριζε.
Του χάρισε ένα γιο και μια κόρη και ήταν εκεί φυσικά την Κυριακή του μεγάλου τελικού στο Παρίσι όπου ο Τζόκοβιτς αντιμετώπισε τον Κάρλος Αλκαράθ και κέρδισε το χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο.
Αυτός ο δαιμονισμένος μέσα στο τερέν αθλητής, που διαθέτει φοβερό χιούμορ και μια μεγάλη καρδιά κατέχει το ρεκόρ παραμονής στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης των ανδρών στο τένις αφού έμεινε 325 εβδομάδες.
Μιλώντας για μεγάλη καρδιά αρκεί να θυμηθεί κάποιος το στιγμιότυπο από το Roland Garos του 2014, όταν διακόπηκε ο αγώνας λόγω βροχής και ο Τζόκοβιτς έκατσε τον πάγκο του, έχοντας πίσω του ένα νεαρό αγόρι να κρατάει μια ομπρέλα για να μην βρέχεται ο διάσημος τενίστας.
Ο Τζόκο έπραξε το αυτονόητο.
Έκανε χώρο και φώναξε τον νεαρό να κάτσει δίπλα του, ενώ κράτησε αυτός την ομπρέλα και του έδωσε να κρατάει την ρακέτα του, μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων του κοινού.
Μετά έπιασαν την κουβέντα, του πρόσφερε νερό και μίλαγαν σαν φίλοι για λίγα λεπτά, πριν επιστρέψει στον αγώνα ο άνθρωπος που μέσα σε ένα χρόνο κέρδισε 35.000.000 δολάρια και νίκησε σερί σε 43 αγώνες.
Έχοντας κερδίσει τα πάντα παραμένει εκτός των άλλων και μέγας φιλάνθρωπος, αφού είχε δωρίσει 1.000.000 δολάρια στην Σερβία για την μάχη κατά του κορονοϊού, ενώ μέσω του ιδρύματος του έχει χτίσει δεκάδες δημοτικά σχολεία για τα παιδιά..
Κάποια από αυτά ονειρεύονται όπως ονειρευόταν κι’ αυτός σε ηλικία τεσσάρων ετών να γίνει πρωταθλητής σαν τον Πιτ Σάμπρας τον οποίο είχε θαυμάσει στον τελικό του Wimbledon.
Τότε κατασκεύασε ένα κύπελλο που έμοιαζε με το τρόπαιο του φημισμένου τουρνουά, ευχόμενος να έρθει η μέρα που θα σηκώσει το πραγματικό στα χέρια του.
Τελικά δεν σήκωσε μόνο αυτό, ο αθλητής-φαινόμενο που όταν νευριάζει σπάει ρακέτες, όταν πιστεύει ότι αδικείται την λέει στο διαιτητή, όταν τον αποδοκιμάζουν, επιστρέφει τις αποδοκιμασίες και στο τέλος τα παίρνει όλα.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ